Στόουνχεντζ. Ένα αίνιγμα 5.000 ετών
- Κωνσταντίνος Νέζης
Το Στόουνχεντζ είναι ένα από τα πιο γνωστά μεγαλιθικά μνημεία του κόσμου. Ο σκοπός της κατασκευής του παραμένει άγνωστος. Μερικές από τις θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια είναι ότι πρόκειται για αστρονομικό παρατηρητήριο ή τόπος ανάρρωσης των ανθρώπων της νεολιθικής εποχής από διάφορες ασθένειες, μέσω των θεραπευτικών ιδιοτήτων των πετρών. Το σίγουρο είναι, ότι το Στόουνχεντζ συνεχίζει να προκαλεί δέος στους επισκέπτες του τα τελευταία 5.000 χρόνια.
Το Στόουνχεντζ βρίσκεται στην πεδιάδα του Σόλσμπερι (Salisbury Plain) της κομητείας Γουάιλτσαϊρ (Wiltshire) στη νοτιοδυτικά Αγγλία. Ήταν ο πιο σημαντικός ναός της Βρετανίας έως την Εποχή του Σιδήρου, οπότε και σταμάτησε η λειτουργία του. Η περιοχή γύρω από το Στόουνχεντζ κατοικείται από τη Μεσολίθικη Εποχή (8.500 π.Χ.), όπως έδειξαν τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών. Προϊστορικοί κυνηγοί έστησαν τους καταυλισμούς τους στις όχθες του ποταμού Avon κοντά στη σημερινή πόλη του Amesbury. Οι αλλαγές στο κλίμα της Βρετανίας από την τήξη των πάγων έκαναν ακόμα ελκυστικότερο το περιβάλλον γύρω από το Στόουνχεντζ και βοήθησε την επιβίωση των κατοίκων της πρώιμης Νεολιθικής Εποχής (4.000 π.Χ.), που είχαν ως κύριες ασχολίες την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Σε αυτούς αποδίδονται οι πρώτες μνημειώδεις κυκλικές κατασκευές με ανάχωμα και τάφρο του Robin Hood’s Ball και Larkhill, που αποτελούσαν κυρίως προϊστορικά νεκροταφεία.
Το Στόουνχεντζ κτιζόταν ανελλιπώς για μια περίοδο 800 ετών. Από το 1.600 π.Χ. και μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο δεν υπάρχουν ενδείξεις χρήσης του μνημείου για λατρευτικούς σκοπούς. Οι Ρωμαίοι το χρησιμοποίησαν ως ναό και αυτό αποδεικνύεται από ρωμαϊκά νομίσματα και αγγεία που βρέθηκαν σε ανασκαφές. Στο Μεσαίωνα εμφανίστηκαν οι πρώτες γραπτές περιγραφές του μνημείου και ο μύθος περί κατασκευής του από το μάγο Μέρλιν. Τον 18ο αιώνα ο αρχαιοδίφης William Stukeley συσχέτισε το Στόουνχεντζ με τους Δρυίδες και ήταν ο πρώτος που εντόπισε τα ίχνη της μεγάλης οδού (Avenue).
Στα τέλη του 19ου αιώνα το Στόουνχεντζ αναγνωρίστηκε ως μνημείο εθνικής κληρονομιάς της Αγγλίας και προστατεύεται επίσημα από το 1913. Το 1920 ξεκίνησαν εργασίες αναστήλωσης του μνημείου και προστασίας του από τη φθορά του χρόνου, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν φέρει στο φως σημαντικά ευρήματα που εκθέτονται στα μουσεία του Σόλσμπερι και Γουάιλτσαϊρ . Το Στόουνχεντζ αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 1986 και δέχεται περίπου 1.000.000 τουρίστες κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες, άρχισε να κατασκευάζεται γύρω στο 3100 π.Χ. Η πρώτη φάση της κατασκευής του περιλάμβανε ένα κυκλικό ανάχωμα με τάφρο διαμέτρου 110 μέτρων, το οποίο διέθετε δυο εισόδους. Η κύρια είσοδος βρισκόταν βορειοανατολικά και η δεύτερη, μικρότερη σε διαστάσεις, νότια. Περιμετρικά του κυκλικού αναχώματος ανακαλύφθηκαν τον 17ο αιώνα από τον Βρετανό αρχαιοδίφη John Aubrey 56 τρύπες (Aubrey Holes), οι οποίες θεωρήθηκε ότι στήριζαν τους ξύλινους πασσάλους ενός κυκλικού τείχους. Οι ανασκαφές όμως των τελευταίων χρόνων φανέρωσαν ότι οι τρύπες αυτές ήταν σημεία ταφής. Έτσι το Στόουνχεντζ στις αρχές της ύπαρξης του ήταν ένας τόπος ανάπαυσης των νεκρών.
Γύρω στο 2600 π.Χ. ανεγέρθηκαν στο κέντρο του Στόουνχεντζ δυο συμμετρικοί δακτύλιοι από τεράστιους λίθους (bluestones), που προέρχονταν από τους λόφους Πρέσελι (Preseli Hills) της Ουαλίας σε απόσταση 240 χλμ. Από τις αρχικούς 60 ογκόλιθους υπάρχουν σήμερα μόνο οι 43. Ταυτόχρονα με την ανέγερση των bluestones έγιναν εργασίες διαπλάτυνσης της μεγάλης εισόδου.
Περίπου 200 χρόνια αργότερα, το 2400 π.Χ., ανεγέρθηκε ο εντυπωσιακός εξωτερικός λίθινος δακτύλιος, που αποτελούνταν αρχικά από 60 πέτρες sarsen και είχε διάμετρο 33 μέτρα. Οι μισές πέτρες ήταν τοποθετημένες όρθιες και οι άλλες μισές σε οριζόντια θέση συνέδεαν τις πέτρες μεταξύ τους. Σήμερα στέκονται όρθιες μόνο 17 και 6 πέτρες sarsen αντίστοιχα. Στο εσωτερικό του μνημείου ανεγέρθηκαν σε σχήμα πετάλου πέντε γιγαντιαία Sarsen Trilithons. Η καθεμία πέτρα ζυγίζει πάνω από 35 τόνους. Σήμερα σώζονται τρεις από τις μεγαλιθικές αυτές κατασκευές. Οι πέτρες των Trilithons προήλθαν από τα λατομεία του Marlborough Downs στο βόρειο Γουάιλτσαϊρ.
Έξω από τη μεγάλη είσοδο του Στόουνχεντζ στέκεται όρθια μια τεράστια πέτρα sarsen με την ονομασία Heel Stone. Έχει ύψος 4,7 μέτρα και πάχος 2,4. Κατά το θερινό ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου, οι ακτίνες του ήλιου δημιουργούσαν ένα υπερθέαμα φωτός, που ξεκινούσε από τη Heel Stone και τελείωνε στο κέντρο του μνημείου, στην Altar Stone. Ακόμα μια πέτρα sarsen βρίσκεται πεσμένη στο έδαφος στην είσοδο και ονομάζεται Slaughter Stone. Οι κοιλότητες στην επιφάνεια της γεμίζουν νερό, που σε συνδυασμό με το σίδηρο που υπάρχει στην πέτρα, τη χρωματίζουν κόκκινη. Το κόκκινο χρώμα ήταν η αφορμή για το χαρακτηρισμό της πέτρας ως «πέτρας σφαγής», ο οποίος όμως είναι αβάσιμος.
Κατά το 2300 π.Χ., στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής και στις αρχές της Εποχής του Χαλκού, κατασκευάστηκε η Μεγάλη Οδός (Avenue) που ξεκινούσε από τη βορειοανατολική είσοδο του Στόουνχεντζ και κατέληγε στον ποταμό Avon σε απόσταση 2,5 χλμ. Αυτή την οδό ακολουθούσαν όσοι ήθελαν να επισκεφτούν το μνημείο και να συμμετέχουν στις διάφορες τελετουργίες που γίνονταν εκεί. Στους αιώνες που ακολούθησαν μέχρι το 1600 π.Χ. έγιναν περαιτέρω παρεμβάσεις στο μνημείο. Εσωτερικά του πετάλου των Sarsen Trilithons τοποθετήθηκαν 19 πέτρες bluestones σε σχήμα πετάλου και στο κέντρο τοποθετήθηκε ένας πέτρινος βωμός, που ονομάζεται Altar Stone. Ο βωμός σήμερα βρίσκεται κάτω από τις δυο πεσμένες πέτρες του κεντρικού Trilithon. Τόσο κατά το χειμερινό όσο και το θερινό ηλιοστάσιο, οι ακτίνες του ήλιου ευθυγραμμίζονταν από την Altar Stone έως την Heel Stone.