Λισαβόνα. Η πόλη των χρωμάτων
- Κωνσταντίνος Νέζης
Χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τάγου, η Λισαβόνα προσφέρει μια ξεχωριστή και μοναδική εμπειρία περιήγησης. Η πανδαισία χρωμάτων στους δρόμους και τις προσόψεις των παλιών σπιτιών χαρακτηρίζει την πόλη και προκαλεί τα βλέμματα των επισκεπτών. Η Λισαβόνα είναι μια πόλη των αντιθέσεων, αφού συνδυάζει τις σύγχρονες αρχιτεκτονικές σχεδιάσεις με τα παλάτια, τα μοναστήρια και τα κάστρα του 18ου αιώνα. Οι πολλές ώρες ηλιοφάνειας και τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα προσφέρουν υπέροχες αναμνήσεις και εντυπωσιακές φωτογραφίες στους ταξιδιώτες.
Η περιοχή της Λισαβόνας κατοικείται από τη νεολιθική εποχή. Προ-κέλτικες φυλές έχτισαν εκεί τους πρώτους οικισμούς και μεγαλιθικά μνημεία για θρησκευτικούς σκοπούς. Αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί Φοίνικες, που αξιοποίησαν τον ποταμό Τάγο για τις εμπορικές τους ανάγκες.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η πόλη λεγόταν Olissipo και συμμάχησε με τους Ρωμαίους στον αγώνα κατά των κέλτικων φυλών στα βορειοδυτικά. Οι Ρωμαίοι έδωσαν πολλά προνόμια στην πόλη και το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της. Η Λισαβόνα γνώρισε μεγάλη ακμή και έγινε το κέντρο του εμπορίου με τα βρετανικά νησιά και την ενδοχώρα της Ιβηρικής. Στα χρόνια της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν κέντρο διάδοσης του Χριστιανισμού και διωγμών των χριστιανών.
Στις αρχές του Μεσαίωνα, η πόλη καταλήφθηκε από Αλανούς και Βάνδαλους. Ακολούθησαν οι Βησιγότθοι τον 6ο αιώνα που έγιναν κύριοι ολόκληρης της Ιβηρικής χερσονήσου. Το 711 η Λισαβόνα κατακτήθηκε από τους Άραβες. Το 1147 ο βασιλιάς Αλφόνσο Α’ της Πορτογαλίας κυρίεψε τη Λισαβόνα και έδωσε τέλος στη μουσουλμανική παρουσία στην περιοχή. Το 1255 έγινε η πρωτεύουσα του πορτογαλικού βασιλείου και εξελίχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό κόμβο με τις πόλεις της Μεσογείου.
Η Λισαβόνα πρωταγωνίστησε την εποχή των Ανακαλύψεων μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα. Ο Βάσκο ντα Γκάμα ξεκίνησε από εκεί για τις σπουδαίες περιπλανήσεις του στην Αφρική και Ινδικό Ωκεανό. Οι εμπορικές ανταλλαγές με τις χώρες του Νέου Κόσμου ώθησαν την οικονομία της πόλης στα ύψη και έφεραν μια αξιοθαύμαστη ευημερία. Το 1755 ένας καταστροφικός σεισμός ισοπέδωσε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και αφάνισε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Η πόλη ξαναχτίστηκε από την αρχή. Τον 19ο αιώνα κατακτήθηκε από τους Γάλλους του Ναπολέοντα, οι οποίοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν πολλά κτίρια. Η νέα εποχή μετά την πτώση του Ναπολέοντα σημάδεψε την ιστορία και την εικόνα της Λισαβόνας. Η πόλη επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό και ανοικοδομήθηκε.
Ο εικοστός αιώνας ήταν ο αιώνας των επαναστάσεων στη Πορτογαλία και τη Λισαβόνα. Το 1910 ξέσπασε επανάσταση που οδήγησε στην πτώση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της Πρώτης Δημοκρατίας. Το 1926 ξέσπασε δεύτερη επανάσταση που οδήγησε στη Δεύτερη Δημοκρατία (Estado Novo), το αυταρχικό καθεστώς του Αντόνιο Σαλαζάρ έως το 1974. Τότε έγινε και η Επανάσταση των Γαρυφάλλων (The Carnation Revolution) που έδωσε τέλος στη δικτατορία και έφερε την Τρίτη Δημοκρατία στην εξουσία έως σήμερα.
Το κάστρο της Λισαβόνας (Castelo de São Jorge) χτίστηκε στα χρόνια της αραβικής κυριαρχίας της πόλης πάνω στα ερείπια παλιότερων οχυρώσεων. Όταν η Λισαβόνα έγινε η πρωτεύουσα του βασιλείου της Πορτογαλίας το 1255, το κάστρο χρησίμεψε ως κατοικία του βασιλιά Αλφόνσου Γ΄ και των διαδόχων του. Τον 14ο αιώνα αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο από το βασιλιά Ιωάννη Α΄, ο οποίος κέρδισε τον πόλεμο εναντίον του βασιλείου της Καστίλης, διατηρώντας την ανεξαρτησία του πορτογαλικού θρόνου.
Το κάστρο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και είναι τετράγωνου σχήματος με δέκα πύργους. Περιβάλλεται από τάφρο. Η είσοδος γίνεται διαμέσου μιας γέφυρας. Ο λόφος είναι οχυρωμένος περιμετρικά με τείχος που σώζεται σε καλή κατάσταση. Η μεγάλη αυλή έξω από το κάστρο επιτρέπει στους επισκέπτες να απολαύσουν μια πανοραμική θέα της πόλης, ενώ στα ανακαινισμένα δωμάτια του παλιού παλατιού λειτουργεί έκθεση για την ιστορία της Λισαβόνας.
Ο Καθεδρικός ναός της Λισαβόνας είναι η παλιότερη εκκλησία της πόλης. Χτίστηκε τον 12ο αιώνα και αποτελεί την έδρα του αρχιεπίσκοπου. Η αρχιτεκτονική του ναού συνδυάζει στοιχεία ρωμανικής και γοτθικής τέχνης. Ο σεισμός όμως του 1755 προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο ναό και στα παρεκκλήσια του. Ο ναός ανοικοδομήθηκε σε νεοκλασικό και μπαρόκ ρυθμό. Η τελική ανακατασκευή του πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στη μορφή που τον βλέπουμε σήμερα.
Ένα από τα πιο διάσημα μνημεία της Λισαβόνας είναι το Μνημείο των Θαλασσοπόρων (Padrão dos Descobrimentos). Βρίσκεται στη συνοικία Belem και ανεγέρθηκε προς τιμή των πορτογάλων θαλασσοπόρων του 16ου αιώνα. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1958 και 1960. Στις δυο πλευρές του μνημείου υπάρχουν 33 αγάλματα βασιλιάδων, εξερευνητών, ιεραπόστολων και επιστημόνων της πορτογαλικής εποχής των ανακαλύψεων. Το σχήμα του αναπαριστά την πλώρη μιας καραβέλας. Έχει ύψος 52 μέτρα. Η πρόσβαση στην κορυφή του μνημείου γίνεται με ασανσέρ ή με σκάλες. Από εκεί οι επισκέπτες απολαμβάνουν μια υπέροχη θέα του ποταμού Τάγου και της συνοικίας Μπέλεμ.
Άλλο ένα φημισμένο μνημείο της πόλης είναι ο Πύργος Belem. Βρίσκεται λίγα μέτρα μακρύτερα του Μνημείου των Θαλασσοπόρων. Χτίστηκε τον 16ο αιώνα με εντολή του βασιλιά Μανουήλ Α΄. Η κατασκευή του διήρκεσε έξι χρόνια και τελείωσε το 1519. Η επίσημη ονομασία του είναι Πύργος του Αγίου Βικέντιου προς τιμή του προστάτη-αγίου της Λισαβόνας.
Το υλικό κατασκευής του είναι ο πορτογαλικός ασβεστόλιθος και ο ρυθμός του είναι ύστερος γοτθικός. Χωρίζεται σε δυο μέρη. Τον προμαχώνα και ένα πύργο τεσσάρων ορόφων. Ο προμαχώνας έχει θέσεις για 17 κανόνια, ενώ οι κυλινδρικοί πύργοι στις γωνίες του χρησίμευαν για παρατηρητήρια.
Ο πύργος αποτελούνταν από πολλά δωμάτια διαφόρων χρήσεων. Ο πρώτος όροφος στέγαζε την αίθουσα του Κυβερνήτη και στον δεύτερο βρισκόταν η αίθουσα του βασιλιά. Ο τελευταίος όροφος διαθέτει περιμετρικά μια μεγάλη βεράντα με πολεμίστρες και ταράτσα με τέσσερις μικρούς πύργους στις γωνίες.
Ένα από τα πιο διαφημισμένα αξιοθέατα της Λισαβόνας και μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 1983 είναι το Μοναστήρι των Ιερωνυμιτών (Mosteiro dos Jerónimos). Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1501 και τελείωσε εκατό χρόνια αργότερα. Ο βασιλιάς Μανουήλ Α΄ επέλεξε τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Ιερώνυμου να στελεχώσουν το νέο μοναστήρι. Οι μοναχοί προσεύχονταν για τη ψυχή του βασιλιά και έδιναν πνευματική βοήθεια και καθοδήγηση στους εξερευνητές και ναύτες, που σάλπαραν για να ανακαλύψουν νέες χώρες.
Ο ρυθμός του είναι ύστερος γοτθικός. Συνδυάζει σύνθετα γλυπτά σχέδια, που περιλαμβάνουν θαλάσσια αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εξερευνήσεων, σκαλισμένα στον ασβεστόλιθο. Εντός του μοναστηριού βρίσκονται οι τάφοι του Βάσκο ντα Γκάμα και πολλών μελών της βασιλικής οικογένειας. Το μοναστήρι άντεξε στο μεγάλο σεισμό του 1755, ενώ το 1833 εγκαταλείφθηκε με τη διάλυση των θρησκευτικών ταγμάτων. Οι εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου ξεκίνησαν μετά το 1860 και συνεχίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα. Το 2007 έλαβε χώρα η τελετή υπογραφής της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Η πλατεία Εμπορίου (Praça do Comércio) απλώνεται δίπλα στον ποταμό Τάγο στη θέση της αυλής του παλιού βασιλικού παλατιού, που καταστράφηκε από το σεισμό του 1755. Η περιοχή ξαναχτίστηκε από την αρχή στα πλαίσια της ανοικοδόμησης ολόκληρης της πόλης.
Ο αρχιτέκτονας Eugénio dos Santos de Carvalho σχεδίασε μια ανοικτή πλατεία σε σχήμα Π. Η πλατεία ονομάστηκε Πλατεία Εμπορίου και αποτέλεσε το εμπορικό και οικονομικό κέντρο της νέας πόλης. Τα κτίρια στις δυο κάθετες πλευρές του Π στέγασαν το τελωνείο και άλλες οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες της πορτογαλικής αυτοκρατορίας. Στα δυο άκρα της πλατείας παρέμειναν επίσης και οι δυο μεγάλοι πύργοι του παλιού παλατιού.Στην πάνω πλευρά κατασκευάστηκε τον 19ο αιώνα η Αψίδα της Rua Augusta. Η Αψίδα συνδέει την πλατεία Εμπορίου με την Rossio, τη δεύτερη διάσημη πλατεία της Λισαβόνας. Στο κέντρο της πλατείας υπάρχει το έφιππο άγαλμα του βασιλιά Ιωσήφ Α΄ που ανεγέρθηκε το 1775.